πρωιμιά

πρωιμιά
η, Ν [πρώιμος]
1. η ιδιότητα τού πρώιμου, το να είναι κάτι πρώιμο
2. στον πληθ. οι πρωψιές
οι πρώιμοι καρποί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πρωιμιά — η το να είναι κάτι πρώιμο: Έχουμε πρωιμιές στα φρούτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρωιμότητα — η, Ν [πρώιμος] 1. η ιδιότητα τού πρώιμου, πρωιμιά 2. ζωολ. η ικανότητα τού ζώου να εμφανίζει σε μικρή ηλικία τις ζωοτεχνικές ιδιότητες για τις οποίες εκτρέφεται και τις χαρακτηριστικές για το είδος παραγωγικές ικανότητες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”